προίστατο

προίστατο
προί̱στατο , προίστημι
set before
imperf ind mp 3rd sg
προίστατο , προίστημι
set before
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κιλικάρχης — Κιλικάρχης, ὁ (Α) 1. ο επικεφαλής ιερέας τής αυτοκρατορικής λατρείας στην Κιλικία 2. πιθ. αυτός που προΐστατο στη σύνοδο τών πόλεων τής Κιλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κίλιξ, ικος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • κριθολόγος — κριθολόγος, ον (Α) 1. αυτός που μαζεύει κριθάρι 2. (στους Οπουντίους) αυτός που προΐστατο στις θυσίες και έφερε το πρώτο κριθάρι που παραγόταν για να γίνει η θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + λόγος (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δασμο λόγος, σταχυη… …   Dictionary of Greek

  • κωμηγέτης — ὁ (Α) αυτός που προΐστατο σε κώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππ ηγέτης, κυν ηγέτης] …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάς, Ιωάννης — (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, ενώ συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 13 ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”